Οι άνεμοι στη Μυθολογία
Οι Έλληνες, μεγάλος ναυτικός λαός από τα αρχαία χρόνια, ήταν φυσικό να συμπεριλάβουν στο Πάνθεό τους και τους μυθικούς ανέμους. Το πλήρες γενεαλογικό δέντρο πίσω από τον καθένα τους, δείχνει αναμφισβήτητα το πόσο βαθιά ριζωμένοι ήταν στην καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων.
Έτσι λοιπόν, η Άρτεμις υπαγορεύει στον Αγαμέμνονα, μέσα από τους χρησμούς του μάντη Κάλχα, πως πρέπει να θυσιαστεί η Ιφιγένεια στο βωμό της στην Αυλίδα, προκειμένου η Θεά να αφήσει τους ανέμους να πνεύσουν ώστε να αποπλεύσει ο στόλος για την Τροία.
Ο Αχιλλέας πάλι τάζει στους ανέμους θυσίες, προκειμένου να φυσήξουν για να ανάψει η φωτιά που θα καεί το νεκρό σώμα του Πάτροκλου.
Κατά τον Ηρόδοτο, όταν η εκστρατεία του Ξέρξη απειλούσε τους Έλληνες, δόθηκε χρησμός στο μαντείο των Δελφών να γίνουν προσευχές στους ανέμους, τους μεγάλους συμμάχους της Ελλάδας. Έτσι, ιδρύθηκε ειδικός βωμός αποκλειστικά για τη λατρεία και την εξευμένιση των ανέμων.
Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Παυσανίας είδε στην Σικυώνα βωμό των ανέμων, όπου ο ιερέας μια φορά το χρόνο τελούσε τη νύχτα θυσίες για τον κατευνασμό των αγρίων ανέμων. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ναό της «Αθηνάς Ανεμώτιδος» στην Μεθώνη.
Από τον Όμηρο μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, η λατρεία των ανέμων συμβαδίζει μαζί με τις μυθικές πλοκές και τις δοξασίες.
Η λατρεία και η κατανόηση της σημασίας των ανέμων για την ναυσιπλοΐα, γνώση που είναι ιδιαίτερα διάχυτη στα Ομηρικά έπη και αργότερα στα «Έργα & Ημέραι» του Ησιόδου, είχαν ασφαλώς πίσω τους μακραίωνη παράδοση ριζωμένη στα χρόνια της προϊστορίας.
Η παρουσία των ανέμων σαν θεότητες είναι ιδιαίτερα εμφανής και στη Θεογονία του Ησίοδου. Στη Θεογονία καταγράφεται η γένεση των θεών και η δημιουργία του κόσμου από αυτούς, οι φυσικές δυνάμεις όπως είναι οι άνεμοι, δεν είναι παρά προσωποποιημένες θεότητες, γόνοι Θεών, που γεννούν και αυτοί με τη σειρά τους, άλλες θεότητες.
“Και η Αυγή με τον Αστραίο γέννησε τους δυνατόκαρδους Ανέμους και τον ξαστερωτή τον Ζέφυρο και τον γοργόδρομο Βορέα και τον Νότο, ερωτικά σαν πλάγιασεν η θέαινα”
Στα δε Ομηρικά έπη οι άνεμοι περιπλανιόνται στα δάση, ανταριάζουν το πέλαγος ή αρπάζουν ξαφνικά τους θνητούς για να τους οδηγήσουν στον άλλο κόσμο.
Στους τρεις ανέμους του Ησιόδου, τον Ζέφυρο τον Βορέα και τον Νότο, ο Όμηρος προσθέτει και τον Εύρο που είναι ανατολικός – νοτιοανατολικός.
Στον Πύργο των Ανέμων (το Ωρολόγιον του Ανδρονίκου του Κυρρήστου), οικοδόμημα της Ρωμαϊκής Αγοράς στην Αθήνα, εικονίζονται για πρώτη φορά όχι μόνο οι κύριοι άνεμοι, αλλά και οι ενδιάμεσοι. Όπως ήταν φυσικό, η ονοματολογία των ανέμων εμπλουτίστηκε με τον καιρό και με την πρόοδο της επιστήμης.
Ο Ζέφυρος, ο Βορέας και ο Νότος, εξουσίαζαν με την δυναμική παρουσία τους και δρούσαν ευεργετικά, αλλά συχνά και κακόβουλα απέναντι στους ανθρώπους. Υπήρχαν όμως και άλλες συναφείς θεότητες όπως οι Βορεάδες, οι Άρπυιες και ο Τυφώνας. Οι αρχαίοι προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους ανέμους με ιεροτελεστίες και μαγικά και όριζαν ειδικούς λειτουργούς για το σκοπό αυτό.
Στην Αττική ήταν οι «Ευδάνεμοι», στην Κόρινθο οι «Ανεμοκοίται». Ακόμη και ο Εμπεδοκλής, φαίνεται ότι ασκούσε μαγικές πράξεις για την κατάπαυση των «ετησίων» (τα γνωστά μελτέμια).
Αλλά και στην Μυκηναϊκή Εποχή το ίδιο πρέπει να συνέβαινε, αφού υπάρχουν μαρτυρίες από τότε για το αξίωμα της «Ιέρειας των Ανέμων».
Στη μυθολογία οι άνεμοι έχουν φωνή και κινούνται γρήγορα γι’ αυτό και τους φαντάζονταν φτερωτούς. Τους φαντάζονταν όμως και σαν φτερωτά άλογα. Άλλωστε και ο Ποσειδώνας, κύριος των ανέμων, έπαιρνε πολύ συχνά στους μύθους μορφή αλόγου.
Τους ανέμους τους εξαπολύουν ή τους καταπραΰνουν ο Δίας, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά.
Η «Αθηνά Ανεμώτιδα» πήρε το προσωνύμιο αυτό, από το μυθικό ήρωα Διομήδη, γιατί η Θεά εισάκουσε την δέησή του να ησυχάσουν οι άνεμοι που έπνεαν εκεί με ασυνήθιστη ορμή και ρήμαζαν τη χώρα.
Ο Δίας “νεφεληγερέτης” και “υέτιος”, είχε ορίσει υπεύθυνο των ανέμων τον Αίολο, που έπαυε ή σήκωνε τους ανέμους κατά βούληση, γι’ αυτό όταν κατευόδωσε από το νησί του τον Οδυσσέα, του έδωσε ένα ασκί όπου μέσα του είχε φυλακίσει όλους τους ανέμους και άφησε μόνο το Ζέφυρο ελεύθερο για να ταξιδέψουν τα καράβια με τον πρίμα, την πιο «γλυκιά» αλλά και γρήγορη πλεύση.
Άλλοτε ωστόσο, ο ίδιος ο Ζέφυρος, ήταν δυσμενής απέναντι στον Οδυσσέα. Μαζί με τον Νότο, τον Εύρο και τον Βορέα, διέλυσαν με προσταγή του Ποσειδώνα την σχεδία του, αυτή που είχε κατασκευάσει στο νησί της Καλυψώς για να γυρίσει στην Ιθάκη, και ο Οδυσσέας πάνω στα συντρίμμια περιπλανιόταν στα κύματα.
Ο Ζέφυρος είναι ο δυτικός άνεμος. Σύζυγος της Ίριδας, της προσωποποίησης του ουράνιου τόξου, απέκτησε έλεγαν από αυτήν τον Έρωτα. Ωστόσο και από την Άρπυια Ποδάργη απέκτησε ο Ζέφυρος παιδιά, δύο θαυμαστά άλογα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο που έτρεχαν σαν τον άνεμο. Αλλού αναφέρεται πως ο Ζέφυρος κυνήγησε τη νύμφη Χλωρίδα και από τον έρωτά τους γεννήθηκαν τα λουλούδια της άνοιξης. Ο Ζέφυρος, γρήγορος όσο και ο Βορέας, ήταν άλλοτε καταστροφικός, άλλοτε απαλός και καλοδεχούμενος και δρόσιζε παραδεισένιους τόπους, όπως ήταν οι κήποι του Αλκίνοου και τα Ηλύσια πεδία. Η λατρεία του Ζέφυρου στην Αθήνα επιβεβαιώνεται από βωμό που του είχαν στήσει στην Ιερά Οδό.
Για τον Βορέα, τον βόρειο άνεμο που κατέβαινε από την Θράκη και έφερνε το χαλάζι και το χιόνι, έλεγαν πως όταν είδε τις φοράδες του Εριχθόνιου, του γιου του Δάρδανου, τις πόθησε και αφού πήρε τη μορφή αλόγου, πλάγιασε μαζί τους. Από την ένωση αυτή, γεννήθηκαν 12 πουλάρια που έτρεχαν σαν τον άνεμο. Κάποτε πάλι, όταν ο Βορέας βρέθηκε στην Αττική μοιραία συνάντησε την Ωρείθυια, την κόρη του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, να παίζει με τις φίλες της. Αμέσως την ερωτεύτηκε, όρμησε στην συντροφιά των κοριτσιών, άρπαξε την Ωρείθυια και πετώντας, την μετέφερε στην μακρινή του πατρίδα. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν δύο γιοι, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς και δύο θυγατέρες, η Κλεοπάτρα και η Χιόνη.
Κατά τους Περσικούς πολέμους, δόθηκε στους Αθηναίους χρησμός, να ζητήσουν την βοήθεια του “γαμπρού” τους. Οι Αθηναίοι, ερμηνεύοντας τον θεϊκό λόγο, θυμήθηκαν ότι παλιά ο Βορέας είχε αρπάξει την κόρη του βασιλιά τους και επομένως ο “γαμπρός” τους ήταν ο Βορέας. Έτσι προσευχήθηκαν για την βοήθειά του και πραγματικά, ξέσπασε ένας δυνατός βόρειος άνεμος που κράτησε τρεις μέρες και κατέστρεψε 400 Περσικά πλοία. Ευγνώμονες για την νίκη τους οι Αθηναίοι, ίδρυσαν ιερό στον Βορέα στις όχθες του Ιλισσού. Για ανάλογες περιπτώσεις, ιδρύθηκαν ιερά του και σε άλλα μέρη.
Οι Βορεάδες, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, Ζήτης και Κάλαϊς, κατέρχονταν ορμητικοί από τον ουρανό. Το πιο σημαντικό γεγονός της μυθικής ζωής τους, ήταν ότι πήραν κι’ αυτοί μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στον δρόμο για την Κολχίδα, συνάντησαν τις φτερωτές Άρπυιες που άρπαζαν την τροφή του Φινέα, του τυφλού Μάντη και Βασιλιά της Σαλμυδησσού. Ο Ζήτης και ο Κάλαϊς τις καταδίωξαν ώσπου τις πρόφτασαν στα νησιά Πλωτές, δυτικά της Πελοποννήσου και τις έδιωξαν. Μετά από αυτό, οι Βορεάδες “έστρεψαν” πάλι προς το μέρος που ξεκίνησαν γι’ αυτό και τα νησιά Πλωτές ονομάζονται από τότε Στροφάδες. Κατά μία εκδοχή, ο Ηρακλής φόνευσε τους Βορεάδες στην Τήνο.
Θυγατέρα του Βορέα, ήταν και η Αύρα και ήταν αυτή που έφερε στον Άρη την είδηση του θανάτου της κόρης του, Αμαζόνας Πενθεσίλειας, στην Τροία. Η Αύρα επίσης προκάλεσε αναίτια τη ζήλια και το θάνατο της Πρόκριδας, της αδελφής της Ωρείθυιας. Στον πληθυντικό, οι Αύρες ήταν προσωποποίηση ήπιων δροσερών ανέμων.
Οι φτερωτές Άρπυιες, ήταν κι’ αυτές, όπως οι Βορεάδες, δαίμονες του ανέμου. Αυτό άλλωστε υπαινίσσονται και τα ονόματά τους. Η Αελλώ ταυτίζεται με τον ανεμοστρόβιλο και η Ωκυπέτη είναι ‘εκείνη που πετάει γρήγορα’. Ήταν κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και είχαν αδελφή τους την Ίριδα. Οι Άρπυιες είχαν την καταστροφική δύναμη της θύελλας, προκαλούσαν τρόμο στους ανθρώπους γιατί άρπαζαν αυτούς και τα υπάρχοντά τους, όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά τους: Άρπυιες, από το αρπάζω. Έτσι, σχετίζονταν με τον θάνατο αφού όποιον άρπαζαν, δεν γύριζε πίσω. Γι’ αυτό και η Πηνελόπη, απελπισμένη από την πολύχρονη απουσία του Οδυσσέα, παρακαλεί να την πάρουν οι θύελλες για να λυτρωθεί.
Όταν οι Θεοί του Ολύμπου νίκησαν στην Τιτανομαχία και την Γιγαντομαχία και έριξαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα και αφάνισαν τους Γίγαντες, η Γη για να πάρει εκδίκηση για τα παιδιά της, ενώθηκε με τον Τάρταρο και γέννησε τον τελευταίο αντίπαλο των Ολυμπίων, τον Τυφώνα. Ο Τυφώνας ήταν τέρας με δυνατά χέρια και πόδια. Από τους ώμους του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιού. Τα κεφάλια του λαμποκοπούσαν από τη φλόγα των ματιών του, ενώ από τα στόματά του έβγαιναν τρομακτικά ουρλιαχτά. Του Τυφώνα γόνοι ήταν ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Σκύλλα και άλλα αποτρόπαια όντα.
Στη μονομαχία, ο Δίας με τις αστραπές, τις βροντές και τους κεραυνούς και ο Τυφώνας με τους μανιασμένους άνεμους και τις φλόγες, ξεσήκωσαν κοσμογονική αναταραχή. Η γη σειόταν και η θάλασσα σήκωνε τεράστια κύματα και έβραζαν γη, ουρανός και θάλασσα. Ο Δίας τελικά τον νίκησε τον Τυφώνα και τον έριξε με οργή στα βάθη του Τάρταρου.
Οι μύθοι για τον Τυφώνα, είναι προφανώς επηρεασμένοι από αντίστοιχους της ανατολής και είναι ατέλειωτοι. Ο Τυφώνας προσωποποιούσε για τους αρχαίους όχι μόνο τον βίαιο άνεμο, αλλά γενικότερα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και την ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα, φαινόμενα που διαταράσσουν την ομαλή καθημερινή ζωή και απειλούν και τις ίδιες τις θεότητες που διαφυλάσσουν την τάξη του κόσμου.
Οι αρχαίοι συνέλαβαν τους ανέμους ως πανίσχυρους δαίμονες και τους έδωσαν σχήμα και μορφή, μετουσιώνοντας το αόρατο και ασύλληπτο σε ορατό και συγκεκριμένο, για να καλύψουν την ανάγκη της κατανόησης του κόσμου τους.
Προοδευτικά ωστόσο η λογική εκτόπισε την φαντασία και, προσπερνώντας τους μύθους, κατέλαβε την πρωτεύουσα θέση στη διαδικασία της ερμηνείας του κόσμου.
Μάνος Νικ. Ρούδας
Έτσι λοιπόν, η Άρτεμις υπαγορεύει στον Αγαμέμνονα, μέσα από τους χρησμούς του μάντη Κάλχα, πως πρέπει να θυσιαστεί η Ιφιγένεια στο βωμό της στην Αυλίδα, προκειμένου η Θεά να αφήσει τους ανέμους να πνεύσουν ώστε να αποπλεύσει ο στόλος για την Τροία.
Ο Αχιλλέας πάλι τάζει στους ανέμους θυσίες, προκειμένου να φυσήξουν για να ανάψει η φωτιά που θα καεί το νεκρό σώμα του Πάτροκλου.
Κατά τον Ηρόδοτο, όταν η εκστρατεία του Ξέρξη απειλούσε τους Έλληνες, δόθηκε χρησμός στο μαντείο των Δελφών να γίνουν προσευχές στους ανέμους, τους μεγάλους συμμάχους της Ελλάδας. Έτσι, ιδρύθηκε ειδικός βωμός αποκλειστικά για τη λατρεία και την εξευμένιση των ανέμων.
Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Παυσανίας είδε στην Σικυώνα βωμό των ανέμων, όπου ο ιερέας μια φορά το χρόνο τελούσε τη νύχτα θυσίες για τον κατευνασμό των αγρίων ανέμων. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ναό της «Αθηνάς Ανεμώτιδος» στην Μεθώνη.
Από τον Όμηρο μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, η λατρεία των ανέμων συμβαδίζει μαζί με τις μυθικές πλοκές και τις δοξασίες.
Η λατρεία και η κατανόηση της σημασίας των ανέμων για την ναυσιπλοΐα, γνώση που είναι ιδιαίτερα διάχυτη στα Ομηρικά έπη και αργότερα στα «Έργα & Ημέραι» του Ησιόδου, είχαν ασφαλώς πίσω τους μακραίωνη παράδοση ριζωμένη στα χρόνια της προϊστορίας.
Η παρουσία των ανέμων σαν θεότητες είναι ιδιαίτερα εμφανής και στη Θεογονία του Ησίοδου. Στη Θεογονία καταγράφεται η γένεση των θεών και η δημιουργία του κόσμου από αυτούς, οι φυσικές δυνάμεις όπως είναι οι άνεμοι, δεν είναι παρά προσωποποιημένες θεότητες, γόνοι Θεών, που γεννούν και αυτοί με τη σειρά τους, άλλες θεότητες.
“Και η Αυγή με τον Αστραίο γέννησε τους δυνατόκαρδους Ανέμους και τον ξαστερωτή τον Ζέφυρο και τον γοργόδρομο Βορέα και τον Νότο, ερωτικά σαν πλάγιασεν η θέαινα”
Στα δε Ομηρικά έπη οι άνεμοι περιπλανιόνται στα δάση, ανταριάζουν το πέλαγος ή αρπάζουν ξαφνικά τους θνητούς για να τους οδηγήσουν στον άλλο κόσμο.
Στους τρεις ανέμους του Ησιόδου, τον Ζέφυρο τον Βορέα και τον Νότο, ο Όμηρος προσθέτει και τον Εύρο που είναι ανατολικός – νοτιοανατολικός.
Στον Πύργο των Ανέμων (το Ωρολόγιον του Ανδρονίκου του Κυρρήστου), οικοδόμημα της Ρωμαϊκής Αγοράς στην Αθήνα, εικονίζονται για πρώτη φορά όχι μόνο οι κύριοι άνεμοι, αλλά και οι ενδιάμεσοι. Όπως ήταν φυσικό, η ονοματολογία των ανέμων εμπλουτίστηκε με τον καιρό και με την πρόοδο της επιστήμης.
Ο Ζέφυρος, ο Βορέας και ο Νότος, εξουσίαζαν με την δυναμική παρουσία τους και δρούσαν ευεργετικά, αλλά συχνά και κακόβουλα απέναντι στους ανθρώπους. Υπήρχαν όμως και άλλες συναφείς θεότητες όπως οι Βορεάδες, οι Άρπυιες και ο Τυφώνας. Οι αρχαίοι προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους ανέμους με ιεροτελεστίες και μαγικά και όριζαν ειδικούς λειτουργούς για το σκοπό αυτό.
Στην Αττική ήταν οι «Ευδάνεμοι», στην Κόρινθο οι «Ανεμοκοίται». Ακόμη και ο Εμπεδοκλής, φαίνεται ότι ασκούσε μαγικές πράξεις για την κατάπαυση των «ετησίων» (τα γνωστά μελτέμια).
Αλλά και στην Μυκηναϊκή Εποχή το ίδιο πρέπει να συνέβαινε, αφού υπάρχουν μαρτυρίες από τότε για το αξίωμα της «Ιέρειας των Ανέμων».
Στη μυθολογία οι άνεμοι έχουν φωνή και κινούνται γρήγορα γι’ αυτό και τους φαντάζονταν φτερωτούς. Τους φαντάζονταν όμως και σαν φτερωτά άλογα. Άλλωστε και ο Ποσειδώνας, κύριος των ανέμων, έπαιρνε πολύ συχνά στους μύθους μορφή αλόγου.
Τους ανέμους τους εξαπολύουν ή τους καταπραΰνουν ο Δίας, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά.
Η «Αθηνά Ανεμώτιδα» πήρε το προσωνύμιο αυτό, από το μυθικό ήρωα Διομήδη, γιατί η Θεά εισάκουσε την δέησή του να ησυχάσουν οι άνεμοι που έπνεαν εκεί με ασυνήθιστη ορμή και ρήμαζαν τη χώρα.
Ο Δίας “νεφεληγερέτης” και “υέτιος”, είχε ορίσει υπεύθυνο των ανέμων τον Αίολο, που έπαυε ή σήκωνε τους ανέμους κατά βούληση, γι’ αυτό όταν κατευόδωσε από το νησί του τον Οδυσσέα, του έδωσε ένα ασκί όπου μέσα του είχε φυλακίσει όλους τους ανέμους και άφησε μόνο το Ζέφυρο ελεύθερο για να ταξιδέψουν τα καράβια με τον πρίμα, την πιο «γλυκιά» αλλά και γρήγορη πλεύση.
Άλλοτε ωστόσο, ο ίδιος ο Ζέφυρος, ήταν δυσμενής απέναντι στον Οδυσσέα. Μαζί με τον Νότο, τον Εύρο και τον Βορέα, διέλυσαν με προσταγή του Ποσειδώνα την σχεδία του, αυτή που είχε κατασκευάσει στο νησί της Καλυψώς για να γυρίσει στην Ιθάκη, και ο Οδυσσέας πάνω στα συντρίμμια περιπλανιόταν στα κύματα.
Ο Ζέφυρος είναι ο δυτικός άνεμος. Σύζυγος της Ίριδας, της προσωποποίησης του ουράνιου τόξου, απέκτησε έλεγαν από αυτήν τον Έρωτα. Ωστόσο και από την Άρπυια Ποδάργη απέκτησε ο Ζέφυρος παιδιά, δύο θαυμαστά άλογα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο που έτρεχαν σαν τον άνεμο. Αλλού αναφέρεται πως ο Ζέφυρος κυνήγησε τη νύμφη Χλωρίδα και από τον έρωτά τους γεννήθηκαν τα λουλούδια της άνοιξης. Ο Ζέφυρος, γρήγορος όσο και ο Βορέας, ήταν άλλοτε καταστροφικός, άλλοτε απαλός και καλοδεχούμενος και δρόσιζε παραδεισένιους τόπους, όπως ήταν οι κήποι του Αλκίνοου και τα Ηλύσια πεδία. Η λατρεία του Ζέφυρου στην Αθήνα επιβεβαιώνεται από βωμό που του είχαν στήσει στην Ιερά Οδό.
Για τον Βορέα, τον βόρειο άνεμο που κατέβαινε από την Θράκη και έφερνε το χαλάζι και το χιόνι, έλεγαν πως όταν είδε τις φοράδες του Εριχθόνιου, του γιου του Δάρδανου, τις πόθησε και αφού πήρε τη μορφή αλόγου, πλάγιασε μαζί τους. Από την ένωση αυτή, γεννήθηκαν 12 πουλάρια που έτρεχαν σαν τον άνεμο. Κάποτε πάλι, όταν ο Βορέας βρέθηκε στην Αττική μοιραία συνάντησε την Ωρείθυια, την κόρη του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα, να παίζει με τις φίλες της. Αμέσως την ερωτεύτηκε, όρμησε στην συντροφιά των κοριτσιών, άρπαξε την Ωρείθυια και πετώντας, την μετέφερε στην μακρινή του πατρίδα. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν δύο γιοι, ο Ζήτης και ο Κάλαϊς και δύο θυγατέρες, η Κλεοπάτρα και η Χιόνη.
Κατά τους Περσικούς πολέμους, δόθηκε στους Αθηναίους χρησμός, να ζητήσουν την βοήθεια του “γαμπρού” τους. Οι Αθηναίοι, ερμηνεύοντας τον θεϊκό λόγο, θυμήθηκαν ότι παλιά ο Βορέας είχε αρπάξει την κόρη του βασιλιά τους και επομένως ο “γαμπρός” τους ήταν ο Βορέας. Έτσι προσευχήθηκαν για την βοήθειά του και πραγματικά, ξέσπασε ένας δυνατός βόρειος άνεμος που κράτησε τρεις μέρες και κατέστρεψε 400 Περσικά πλοία. Ευγνώμονες για την νίκη τους οι Αθηναίοι, ίδρυσαν ιερό στον Βορέα στις όχθες του Ιλισσού. Για ανάλογες περιπτώσεις, ιδρύθηκαν ιερά του και σε άλλα μέρη.
Οι Βορεάδες, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, Ζήτης και Κάλαϊς, κατέρχονταν ορμητικοί από τον ουρανό. Το πιο σημαντικό γεγονός της μυθικής ζωής τους, ήταν ότι πήραν κι’ αυτοί μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και στον δρόμο για την Κολχίδα, συνάντησαν τις φτερωτές Άρπυιες που άρπαζαν την τροφή του Φινέα, του τυφλού Μάντη και Βασιλιά της Σαλμυδησσού. Ο Ζήτης και ο Κάλαϊς τις καταδίωξαν ώσπου τις πρόφτασαν στα νησιά Πλωτές, δυτικά της Πελοποννήσου και τις έδιωξαν. Μετά από αυτό, οι Βορεάδες “έστρεψαν” πάλι προς το μέρος που ξεκίνησαν γι’ αυτό και τα νησιά Πλωτές ονομάζονται από τότε Στροφάδες. Κατά μία εκδοχή, ο Ηρακλής φόνευσε τους Βορεάδες στην Τήνο.
Θυγατέρα του Βορέα, ήταν και η Αύρα και ήταν αυτή που έφερε στον Άρη την είδηση του θανάτου της κόρης του, Αμαζόνας Πενθεσίλειας, στην Τροία. Η Αύρα επίσης προκάλεσε αναίτια τη ζήλια και το θάνατο της Πρόκριδας, της αδελφής της Ωρείθυιας. Στον πληθυντικό, οι Αύρες ήταν προσωποποίηση ήπιων δροσερών ανέμων.
Οι φτερωτές Άρπυιες, ήταν κι’ αυτές, όπως οι Βορεάδες, δαίμονες του ανέμου. Αυτό άλλωστε υπαινίσσονται και τα ονόματά τους. Η Αελλώ ταυτίζεται με τον ανεμοστρόβιλο και η Ωκυπέτη είναι ‘εκείνη που πετάει γρήγορα’. Ήταν κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και είχαν αδελφή τους την Ίριδα. Οι Άρπυιες είχαν την καταστροφική δύναμη της θύελλας, προκαλούσαν τρόμο στους ανθρώπους γιατί άρπαζαν αυτούς και τα υπάρχοντά τους, όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομά τους: Άρπυιες, από το αρπάζω. Έτσι, σχετίζονταν με τον θάνατο αφού όποιον άρπαζαν, δεν γύριζε πίσω. Γι’ αυτό και η Πηνελόπη, απελπισμένη από την πολύχρονη απουσία του Οδυσσέα, παρακαλεί να την πάρουν οι θύελλες για να λυτρωθεί.
Όταν οι Θεοί του Ολύμπου νίκησαν στην Τιτανομαχία και την Γιγαντομαχία και έριξαν τους Τιτάνες στα Τάρταρα και αφάνισαν τους Γίγαντες, η Γη για να πάρει εκδίκηση για τα παιδιά της, ενώθηκε με τον Τάρταρο και γέννησε τον τελευταίο αντίπαλο των Ολυμπίων, τον Τυφώνα. Ο Τυφώνας ήταν τέρας με δυνατά χέρια και πόδια. Από τους ώμους του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιού. Τα κεφάλια του λαμποκοπούσαν από τη φλόγα των ματιών του, ενώ από τα στόματά του έβγαιναν τρομακτικά ουρλιαχτά. Του Τυφώνα γόνοι ήταν ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα, η Σκύλλα και άλλα αποτρόπαια όντα.
Στη μονομαχία, ο Δίας με τις αστραπές, τις βροντές και τους κεραυνούς και ο Τυφώνας με τους μανιασμένους άνεμους και τις φλόγες, ξεσήκωσαν κοσμογονική αναταραχή. Η γη σειόταν και η θάλασσα σήκωνε τεράστια κύματα και έβραζαν γη, ουρανός και θάλασσα. Ο Δίας τελικά τον νίκησε τον Τυφώνα και τον έριξε με οργή στα βάθη του Τάρταρου.
Οι μύθοι για τον Τυφώνα, είναι προφανώς επηρεασμένοι από αντίστοιχους της ανατολής και είναι ατέλειωτοι. Ο Τυφώνας προσωποποιούσε για τους αρχαίους όχι μόνο τον βίαιο άνεμο, αλλά γενικότερα την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και την ηφαιστειακή και σεισμική δραστηριότητα, φαινόμενα που διαταράσσουν την ομαλή καθημερινή ζωή και απειλούν και τις ίδιες τις θεότητες που διαφυλάσσουν την τάξη του κόσμου.
Οι αρχαίοι συνέλαβαν τους ανέμους ως πανίσχυρους δαίμονες και τους έδωσαν σχήμα και μορφή, μετουσιώνοντας το αόρατο και ασύλληπτο σε ορατό και συγκεκριμένο, για να καλύψουν την ανάγκη της κατανόησης του κόσμου τους.
Προοδευτικά ωστόσο η λογική εκτόπισε την φαντασία και, προσπερνώντας τους μύθους, κατέλαβε την πρωτεύουσα θέση στη διαδικασία της ερμηνείας του κόσμου.
Μάνος Νικ. Ρούδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου